Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Ο μεταμοντερνισμός στην πεζογραφία


Της Γεωργίας Λαδογιάννη

Το μεταμοντέρνο έχει συνδεθεί με το τέλος πολλών πραγμάτων. Κυρίως σημαίνει το τέλος του μοντέρνου (του νεοτερικού) και της συνείδησης που δημιούργησε ο Διαφωτισμός. Από την δεκαετία του 1980 ο Δυτικός άνθρωπος έχει αισθανθεί ως παγίδα τη χειραφέτησή του, που υπήρξε το κύριο πρόταγμα του μοντερνιστικού. Αντί της απελευθέρωσης ο άνθρωπος βούλιαζε, όπως επιγραμματικά το εξέφρασαν οι M. Horkheimer - Τh. Αdorno, σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα. Η σχέση με τον κόσμο δεν ορίζεται από το cogito  δηλαδή από το έλλογο ον του μοντερνισμού, το οποίο αναζητούσε το όμοιό του, επέβαλε στον κόσμο την λογική τού καθόλου και του αντικειμένου –αφήνοντας απέξω ό,τι ξέφευγε ή δεν μπορούσε να συλλάβει–, αλλά γίνεται μια σχέση απαιτητική που θέλει να δει ό,τι ήταν πέρα από τις δραστηριότητες (ή τις ικανότητες) της λογικής. Μια σχέση περισσότερο αισθητική παρά λογική, γιατί στον μεταμοντερνισμό (μετανεοτερικότητα) έχει πάψει η διάσταση υποκειμένου και αντικειμένου, εφόσον το δεύτερο θεωρείται έργο/κατασκευή του πρώτου. Μία λογοτεχνική langue –παραφράζοντας λίγο τον F. De Saussure– είναι η μεταμυθοπλασία, με την parole του κάθε συγγραφέα να είναι ο διάλογός του με το παρελθόν της γραφής. Ειναι φανερό πως σε μια τέτοια αντίληψη εκείνο που θεωρείται ότι έχει διαταραχτεί είναι η πλασματικότητα μιας λογοτεχνικής ιστορίας ή, με άλλα λόγια, η συνείδηση ότι η γλώσσα είναι αδύναμη να υπηρετεί την συγκεκριμένη σκοπιμότητα.  

Είναι, επίσης, φανερό ότι αναγκαίες προϋποθέσεις για τα παραπάνω είναι τόσο η θεωρία της γλώσσας όσο και της φιλοσοφίας, και μάλιστα η χρήση αυτών των μελετών στην κριτική θεωρία της λογοτεχνίας. Η συστηματική μελέτη της λογοτεχνικής γλώσσας από τον Κύκλο της Πράγας –που ενσωματώνει τον Ρώσικο φορμαλισμό–, η φαινομενολογική θεώρηση (W. Benjamin,E. Husserl, L. Goldmann κ.ά.), η παραδειγματική ανάλυση ποιημάτων του Baudélaire (κυρίως από τον Μ. Riffaterre και από τον R. Jacobson), ιδιαίτερα όμως η χειραφέτηση του αναγνώστη και της ερμηνείας –που αφομοιώνει σε μεγάλο βαθμό τις φανομενολογικές αντιλήψεις (W. Iser)–, μετά τον «θάνατο του συγγραφέα» του γαλλικού στρουκτουραλισμού (R. Barthes) ήταν οι κύριες επιρροές. Κυρίως είναι η κλασική σχέση  συγγραφέα – κειμένου – αναγνώστη, που φωτίζει, τώρα, την πλευρά του αναγνώστη και προβάλλει ως σταθερή αξία την ανάγνωση του κειμένου. Πράγμα, βέβαια, γνωστό από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όπου η εξορία των ποιητών είχε αιτία την ηθική επιρροή τους στο κοινό, όπως και η αριστοτελική κάθαρση που το κοινό είχε υπόψη της.
Η ανάδυση, ωστόσο, της υποκειμενικότητας του αναγνώστη, του μοναδικού παράγοντα που δίνει  ύπαρξη σε ένα λογοτεχνικό κείμενο (E. Husserl), δεν γίνεται ερήμην της ιστορικότητας της ανάγνωσης (M. Heidergger και L. Goldmann). Ο αναγνώστης επηρεάζεται από την εποχή του, το ιδιο και η ερμηνεία (κριτική) του λογοτεχνικού έργου. Οι ερωτήσεις με τις οποίες πλησιάζει ένα κείμενο, οι απαντήσεις που αντλεί, τελικά η όλη ερμηνευτική προσέγγιση έχει την σφραγίδα του παρόντος και αυτός ο διάλογος παρόντος-παρελθόντος μας δίνει την παροντική προοπτική. Με άλλα λόγια, κάθε κείμενο εξαρτάται από την επάρκεια του αναγνώστη του και επαρκής (κατά τον είναι R. Ingarden) είναι εκείνος που ερμηνεύοντας ένα κείμενο μπορεί να απαντά σε κρίσιμα θέματα της εποχής του. 
Τα παραπάνω συνδέονται στενά με το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, Η Μεταμυθοπλασία στη Νεοελληνική Πεζογραφία, που απαντά σε ερωτήματα της απομυθοποιημένης μας (ή αποφενακισμένης;) εποχής και μας δίνει κείμενα «αναγνωστών». O τόμος περιέχει κείμενα σημερινών –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– αναγνωστών (κριτικών) και κείμενα λογοτεχνικών έργων, της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής ή και της παλαιότερης. Ωστόσο υπάρχει  ένα κριτήριο για την συμπαράθεση σε έναν τόμο κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων. Το κριτήριο είναι η προώθηση μιας νέας σχέσης με την πραγματικότητα. Αν μέχρι τώρα αξιολογούσαμε ένα μυθιστόρημα π.χ. με το γεγονός πόσο αναγνωρίσιμη πραγματικότητα εμπεριέχει, τώρα, στο βαθμό που ο κόσμος έχει «απομαγευτεί» (: κατακερματισθεί) και έχουμε μόνο θραύσματα στο χάος των γεγονότων και άρα αδυναμία σύλληψης (γνώσης) μιας ενότητας του πραγματικού, το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα (ή η μεταμυθοπλασία) έρχεται να μάς δείξει μια νέα δυνατότητα σύλληψης:  μέσω της αισθητικής γραφής ως μιας νέας αισθητικής που απέχει της παγιδευτικής πλασματικότητας. Το μεταμυθοπλαστικό κείμενο δεν στοχεύει στην ομοιότητα με την εξωτερική πραγματικότητα –υπάρχει τέτοια;– αλλά στην ίδια του την οντολογία ως «σημείου» (κατά την σημειωτική) της πραγματικότητας. Γι’ αυτό επώθηκε «ναρκισιστικό», δηλαδή μιμητικό, κείμενο (L. Hutcheon), κείμενο που αντίθετα από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα μιμείται την διαδικασία της κατασκευής του. Γι’ αυτό και η κριτική (ανάγνωση) είναι μια μιμητική πράξη, δημιουργική, ρίχνει φως σε όσα ενυπάρχουν. Ιδιαίτερα σε εκείνα που δείχνουν την κατασκευαστική διαδικασία του κρινόμενου κειμένου, όπως είναι η παρώδηση προηγούμενου κειμένου, η αλληγορία, η καθρεπτική («ναρκισιστική»/ αντανακλασιστική) mise en abyme κλπ.
Με αυτή την έννοια, η κριτική ερμηνεία, στο πλαίσιο της μεταμυθοπλασίας, αναλαμβάνει τον δημιουργικό ρόλο να αποκαλύψει μια πραγματικότητα που δεν είχαμε ανακαλύψει: την φύση, την οντολογία, ενός κειμένου-μαρτυρίας του παρελθόντος. Υπάρχουν θεωρητικοί της μεταμυθοπλασίας που βλέπουν στον κριτικό (και στην κριτική) ένα ρόλο ισοδύναμο του ήρωα στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα.  Βεβαια, ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι πάλι ξανασυναντάμε τον Αριστοτέλη και την περί μίμησης ορολογία του, όπως την χρησιμοποιεί η λογοτεχνική θεωρία. Θα ήταν πραγματικά μια πολύτιμη προσφορά η εξέταση της αριστοτελικής θεωρίας μέσα από την χρήση της στη λογοτεχνική θεωρία.
Είναι πάντως γεγονός ότι η μεταμυθοπλασία δεν έχει εκείνο που κάνει την κλασικού τύπου αφήγηση ερεθιστική, γιατί της λείπει (σκόπιμα) η συνεχόμενη αφήγηση, η αριστοτελικού δηλαδή τύπου διήγηση (με αρχή, μέση και τέλος), που τροφοδοτεί την αναγνωστική περιέργεια. Γιατί η μεταμυθοπλασία εκλαμβάνει το λογοτεχνικό έργο ως ντοκουμέντο της εποχής του και την ανάγνωσή του ως μαρτυρία της εποχής της. Το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη είναι ένα βέλτιστο παράδειγμα. Ο γνωστός κριτικός και συγγραφέας μεταμυθοπλαστικών κειμένων, μας δίνει ένα πολύμοχθο έργο, που είναι ταυτόχρονα η θεωρία και η πρακτική της μεταμυθοπλασίας, συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο αριθμό κριτικών κειμένων και κειμένων που κατά την συμβατική οριοθέτηση θα τα λέγαμε λογοτεχνικά. Συνολικά ο τόμος εκτείνεται σε 471 σελίδες, που μοιράζονται σε επτά μέρη και δεκαέξι κεφάλαια. Καταρχήν, ο τόμος, που συνιστά την ελληνική εκδοχή της μεταμυθοπλασίας (αγγλοσαξωνικής ιδιαίτερα προέλευσης, βλ.: Patricia Waugh, Metafiction), αναζητά γηγενείς προγόνους, ανάμεσα σε παλαιότερους και σύγχρονους λογοτέχνες και ανάμεσα σε κριτικούς κατά κύριο λόγο σύγχρονους. Και στο μέρος αυτό είναι πολυτιμότατη η συμβολή του.
Ο Κώστας Βούλγαρης μάς προκαλεί να δούμε την πεζογραφική μας παράδοση με τρόπο που δεν την έχουμε ξαναδεί. Πρώτα πρώτα υπογραμμίζει περιπτώσεις που μείνανε στο περιθώριο της επίσημης φιλολογικής μελέτης, δεύτερον, ελέγχει το κύρος της ιστορίας της λογοτεχνίας και δείχνει επείγουσα τη συζήτηση για την αναθεώρησή της και, τρίτον, φωτίζονται θέματα εξέλιξης των τεχνικών και της χρήσης της γλώσσας, που ανατρέπουν μεγάλο μέρος των φιλολογικών προβληματισμών μας. Αυτοί είναι ορισμένοι από τους λόγους που το βιβλίο αυτό θα πρέπει να διαβαστεί τουλάχιστον από τους φιλολόγους. Γιατί η γενικότερη ωφέλειά του προκύπτει από την διαθεσιμότητά του να ανταποκρίνεται σε πολλά ζητήματα του στοχαστικού και πολιτιστικού μας περιβάλλοντος.
Έτσι, για να περιοριστούμε στον ελληνικό φιλολογικό «ορίζοντα προσδοκιών» επαναγιγνώσκονται και μας δίνονται στη μορφή μιας μετακριτικής (θεωρίας): ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Εμμανουήλ Ροϊδης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Στρ. Δούκας, ο Νικόλας Κάλας αλλά και οι μεταγενέστεροι έως σημερινοί λογοτέχνες: ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Γιάννης Πάνου, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Ηλίας Λάγιος, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Κώστας Βούλγαρης, ο Γιώργος Αριστηνός, ο  Mισέλ Φάις, η Μ. Κούρση, η Ρ. Γαλανάκη κ.ά. Παράλληλα, ο Κώστας Βούλγαρης μας δίνει και την διεθνική εικόνα της μεταμυθοπλασίας, με τους προγόνους της και τις κρίσιμες θεωρητικές της επισημάνσεις. Παρατηρούμε ότι η μεταμυθοπλασία έχει μεγάλη παράδοση.  Ένα από τα συχνά αναφερόμενα έργα είναι ο Δον Κιχώτης (17ος αι.) του Θερβάντες, το μυθιστόρημα που υπερέβη τις μυθιστορηματικές νόρμες της εποχής του, παρωδώντας τις ιπποτικές ιστορίες και δείχνοντας τον συγγραφέα του ως μεταφραστή που προβληματίζεται για την συνέχεια του μυθιστορήματος. Ο Θερβάντες, με τον τρόπο αυτό, έγραψε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ή ένα κλασικό μυθιστόρημα εφόσον το ξαναδιαβάζουμε για να καταγραφεί η «ιστορικότητα» της νέας του ανάγνωστης.  Αλλά και ο Μπόρχες, που συνιστά κατά τον  Jauss, μαζί με τον Ίταλο Καλβίνο, το παράδειγμα  «της μεταμοντέρνας αισθητικής», όπως επίσης, οι θεωρητικές επισημάνσεις του Β. Μπένγιαμιν και των Ιταλών ακαδημαϊκών/στοχαστών με θεωρητικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, όπως του Λ. Κάνφορα και του Τζ. Αγκάμπεν.
Ωστόσο, σημαντική είναι η προσφορά με την παράθεση κειμένων νέων κριτικών, με κριτικές που διευκρινίζουν τις σύγχρονες μεταμυθοπλαστικές τάσεις στην ελληνική λογοτεχνία.  Πέρα από τα γνωστά και μέσω του Τύπου ονόματα επαρκών κριτικών (π.χ. Α. Ζήρα, Δ. Κούρτοβικ, Ε. Κοτζιά, Β. Χατζηβασιλείου, Μ. Θεοδοσοπούλου κ.ά), μεγάλη έκταση κρατά η πανεπιστημιακή μελέτη (Γ. Δάλλας, Στ. Ροζάνης, Β. Αλεξίου, Δ. Αγγελάτος, Τζ. Πολίτη, Κ. Χρυσομάλλη-Henrich, Φρ. Αμπατζοπούλου, Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ. Παπαθεοδώρου, Β. Αθανασόπουλος, Ε. Αρσενίου, Κ. Κωστίου, Ν. Μαυρέλος, Μ. Κακαβούλια, Δ, Δημηρούλης, Α. Βογιατζόγλου), αλλά και ο δοκιμιακός στοχασμός (Σ. Μιχαήλ, Γ. Μερτίκας, Κ. Παπαγιώργης, Γ. Καχριμάνης, Αρ. Σαΐνης, ανάμεσα σε άλλους). Έχουμε μια βιβλιοθήκη κειμένων της εποχής μας, με τον «αναγνώστη» Κώστα Βούλγαρη ως σκηνοθέτη να διανέμει ρόλους και διαλόγους ανάμεσα σε κείμενα/πρόσωπα και εποχές. Χωρίς να σημαίνει ότι η παράθεση ονομάτων εξαντλεί το μωσαϊκό της ελληνικής μεταμυθοπλασίας –όπως τουλάχιστον προβάλλεται από το παρόν βιβλίο– πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι το βιβλίο επιχειρεί να μάς δώσει την ιστορία της εποχής μας μαζεύοντας τα θραύσματά της από τη λογοτεχνία και το στοχασμό, ώστε να την γνωρίσουμε μέσω της αισθητικής της, δηλαδή της αφηγηματοποίησής της.
Συγχρόνως, οι τίτλοι στα κεφάλαια του βιβλίου (π.χ. «Ρωγμές του μοντερνισμού», «Τροπισμοί της Μορφής») θα μπορούσαν να μας δίνουν τους τίτλους φιλολογικών μελετών (ή διδακτορικών διατριβών) που οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε. Σκέφτομαι ότι αν η φιλολογική μου δραστηριότητα έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο δώσει τις μικρές της απαντήσεις σε ερωτήματα ιστορίας των λογοτεχνικών φαινομένων, πάντα οι απαντήσεις θα αναζητώνται, γιατί η ιστορία θα διαμορφώνει τα νέα της ερωτήματα, ιδιαίτερα σε εποχές που μας έχουν τελειώσει πολλοί μύθοι. Αυτό που κυρίως μένει είναι να ξαναδούμε από την αρχή ό,τι μας παραδόθηκε, να ερωτήσουμε την ίδια μας την ιστορία και τις σκοπιμότητες που κατά καιρούς υπηρέτησε. Και κυρίως αυτό: να ξαναδούμε τις σκοπιμότητες, και ποιες εξουσίες τις διαμόρφωσαν. Δεν γνωρίζω αν η απάντηση είναι η αφηγηματοποίηση της ιστορίας και η διάρκεια αυτής της απάντησης, θα με εύρισκε πάντως σύμφωνη η ανάγκη να ξαναδούμε πολλά πράγματα από την αρχή.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη μας φέρνει πιο κοντά τις κρίσιμες ελλείψεις της έρευνας. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το όλον εγχείρημα, αναγκαστικά, ξεκινάει από μια εμπειρική προσέγγιση, στο βαθμό που απουσιάζουν οι αναγκαίες ερευνητικές προϋποθέσεις, όπως η μελέτη της νόρμας (του λογοτεχνικού κανόνα) κάθε εποχής, ώστε να βεβαιώνεται πως η υπέρβαση σημαίνει τη διαμόρφωση ενός νέου λογοτεχνικού χαρακτήρα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στη δική μας λογοτεχνία, που, όπως και η έρευνά της, δεν έχει το μεγάλο παρελθόν της λογοτεχνίας των λεγόμενων ισχυρών γλωσσών. Θέματα που, επίσης, ζητούν τον ερευνητή τους είναι μελέτες για την, τουλάχιστον, χρονική εμφάνιση των λογοτεχνικών ειδών ή εργασίες που θα συγκεντρώνουν τα κριτικά κείμενα μιας εποχής και άλλων εργασιών υποδομής. Οπωσδήποτε εργασίες όπως η κρινόμενη θεωρούμε ότι είναι πολύ χρήσιμες γιατί –πέρα από την σημαντική προσφορά– δείχνουν και τα κενά, και ίσως κινητοποιήσουν το ερευνητικό ενδιαφέρον.

Η Γεωργία Λαδογιάννη διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Τα ποιητικά, τχ. 29, Μάρτιος 2018






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου