Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα «αφήγημα» για τη μεταμυθοπλασία

Της Ειρήνης Χατζοπούλου


Φτωχή η τέχνη
καταδικασμένη αιώνια να ανακαλύπτει νέες εκφράσεις
Ν. Κάλας
 Το νέο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, Η Μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία (εκδόσεις Βιβλιόραμα, 476 σελ.), συνιστά μια απόπειρα αυτοψίας και χαρτογράφησης των πολλών προσώπων, μορφών και μεταμορφώσεων με τις οποίες εμφανίζεται και αξιοποιείται η τεχνική της μεταμυθοπλασίας από τη νεοελληνική πεζογραφική παραγωγή.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς, η μεταμυθοπλασία, που αποτελεί την εξέλιξη όρων όπως ναρικισσισμός, αυτοαναφορικότητα, αυτοσυνειδησία, αναφέρεται στη μυθοπλασία για τη μυθοπλασία, σε μυθοπλαστικά έργα που θεματοποιούν στον αφηγηματικό τους κορμό ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την πράξη της αφήγησης ή στη γλωσσική τους ταυτότητα και είναι απότοκο της εξαντλημένης πια πεποίθησης πως το μυθιστόρημα είναι η τέχνη της ευθείας αναπαράστασης και του άμεσου αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας. Στόχος της είναι να καταδείξει τον τεχνηματικό χαρακτήρα κάθε μυθοπλασίας, που δε βρίσκεται σε αναφορική-μιμητική σχέση με τον κόσμο, την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα κατασκευάζει μέσω της γλώσσας και της αφήγησης τον κόσμο και την πραγματικότητα.

Στον τόμο αυτό, που αποτελείται από κείμενα κριτικών, θεωρητικών και  συγγραφέων, στοιχειοθετημένων από τον Κ. Βούλγαρη, γίνεται μια προσπάθεια να ιχνηλατηθούν τόσο οι σπερματικές μορφές της μεταμυθοπλασίας, όσο και οι κορυφώσεις της σε κείμενα πολύ προγενέστερα από την εμφάνιση και κρυστάλλωση του μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού ως συγκροτημένων κινημάτων –με τα οποία εσφαλμένα συνηθίζουμε να συνδέουμε αποκλειστικά τον όρο μεταμυθοπλασία– αλλά και σε κείμενα νεότερα και σύγχρονα. Η μεταμυθοπλασία δεν είναι καινοφανές αισθητικό πρόταγμα, δεν προσδένεται στο άρμα κανενός –ισμού. Αποτελεί έμφυτο κι εγγενές χαρακτηριστικό των λογοτεχνικών έργων κάθε εποχής, γι’ αυτό συναντάται σε πολλά έργα της νεωτερικής και προνεωτερικής εποχής.
Πράγματι, όπως υποστηρίζεται και από τα κείμενα του τόμου, η αυτοσυνείδητη εκδοχή της αφήγησης είναι μια παλιά ιστορία. Ακόμη κι  αν η μεταμυθοπλασία αποκτά αχαλίνωτη ορμή σε κείμενα της πρόσφατης δεκαετίας του 1960 –εποχή ριζικής κρίσης της νεωτερικότητας–  στοιχεία της απαντούμε πολύ νωρίτερα, στους πρωτομάστορες του μυθιστορήματος, όπως στον L. Sterne, στον Diderot, στον  Cervantes, στον Goethe κ.ά..
Ο επιμελητής του τόμου –συγγραφέας ο ίδιος και κριτικός λογοτεχνίας– γνωρίζοντας καλά την πρώτη ύλη, θεωρητική και λογοτεχνική, εφόσον την παρακολουθεί και από τα δύο μετερίζια, επιχειρεί μια πολύ προσεγμένη, εμπεριστατωμένη και οξυδερκή ανθολόγηση κριτικών και θεωρητικών κειμένων, ελλήνων αλλά και ξένων συγγραφέων (Μπαχτίν, Φουκώ, Μπόρχες, Ρ. Μπαρτ), για λογοτεχνικά έργα που αξιοποιούν μεταμυθοπλαστικές στρατηγικές- έργα από όλο σχεδόν το φάσμα της νεοελληνικής και σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής.
Ο τόμος δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει μια οριστική, ξερή και αφυδατωμένη τυπολογία ή καταλογογράφηση των χαρακτηριστικών της μεταμυθοπλασίας. Αντίθετα,  αποτελεί ένα «αφήγημα» για τη μεταμυθοπλασία, συντεθειμένο και το ίδιο μεταμυθοπλαστικῲ τῳ τρόπῳ. Αναπτυγμένο στον άξονα τη διαχρονίας, καθώς επιχειρεί μια χαρτογράφηση της συγκεκριμένης τεχνικής σε έργα της νεοελληνικής λογοτεχνικής εσοδείας από την εποχή του ελληνικού Ρομαντισμού ως τις μέρες μας, αλλά χωρίς ευθύγραμμη εξακτίνωση κεφαλαίων και ύλης, καθώς έργα που ανήκουν χρονολογικά  σε παλαιότερες περιόδους της Ιστορίας της Λογοτεχνίας, αλλά και σε συγκεκριμένα ρεύματα διεκδικούν ισότιμη θέση δίπλα σε πολύ μεταγενέστερα κείμενα με προωθημένη αίσθηση αυτεπίγνωσης για τη μεταμυθοπλαστική τους ταυτότητα.
Αρχιτεκτονημένο διακειμενικά και ειδομεικτικά, καθώς φέρνει σε επαφή κείμενα με διαφορετική γραμματολογική καταγωγή (διήγημα, νουβέλα, πεζογράφημα, μυθιστόρημα, κριτική, δοκίμιο, μελέτη κ.λ.π.) και τα βάζει να συνομιλούν μεταξύ τους σε ένα νέο συμφραζόμενο, αυτό της μεταμυθοπλασίας, εκλύοντας νέα σημασιακή ενέργεια και αποχρώσεις.
Αυτοαναφορικός ο λόγος του που αρθρώνεται παιγνιωδώς με την παρεμβολή ελληνικών και ξένων θεωρητικών κειμένων, τα οποία επιλέγονται για να εξηγήσουν και να εκθέσουν στον αναγνώστη του τόμου τον τρόπο κατασκευής και σύνθεσής του. Πολυφωνική και διαλογική η διαστρωμάτωσή του με κείμενα λογοτεχνικά, θεωρητικά, κριτικά αλλά και αντιπροσωπεύσεις από το πεδίο του κινηματογράφου, της ποίησης ή της μουσικής, που αναδεικνύουν ακριβώς τον πλούτο και τις μεταμορφώσεις του αιτήματος της νέας μορφής μέσα σε διαφορετικά καλλιτεχνικά συμφραζόμενα. Όσοι οι αφηγητές-συγγραφείς των ανθολογούμενων κειμένων, τόσες και οι φωνές, οι οπτικές και οι θεωρήσεις που παρουσιάζονται.
Και, όπως κάθε μεταμυθοπλασία, το ανά χείρας «αφήγημα» οδηγείται σε ανοιχτό τέλος, αφού κανένα αίτημα οριστικότητας ή στεγανοποίησης δεν διατυπώνεται στην κατάταξη των ανθολογούμενων έργων και κειμένων σε κεφάλαια. Αντίθετα, η δόμηση αυτή επιτρέπει, ή μάλλον προκαλεί την περαιτέρω μελέτη, ακόμη και ενδεχόμενες κάθετες ανατροπές του προτεινόμενου αφηγηματικού σχήματος, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την ελευθερία στον αναγνώστη του για πολλαπλές αναγνωστικές απόπειρες και εκδοχές.
Έτσι, πέρα από τις ιδρυτικές στιγμές της μεταμυθοπλασίας, που αντιπροσωπεύονται από την Πάπισσα Ιωάννα του Ροϊδη ως ένα πρώιμο, ωστόσο συνειδητό και ώριμο «νεανικόν ατόπημα», και τον Θανάση Βαλτινό που την εισάγει ως «αισθητικό πρόταγμα», θα συναντήσουμε τον Σολωμό να μοιράζεται τις πρώιμες μεταμυθοπλαστικές ανησυχίες του θεωρητικού Ρομαντισμού της Σχολής της Ιένας, καθώς η αποσπασματικότητα των έργων του παρουσιάζεται αφενός ως παντελής αδιαφορία για «αναπαμό πάνω σε μια μορφή- φόρμα- οριστική και τελειωμένη» και αφετέρου ως αυτοσυνείδητη αναστοχαστική επιλογή προκειμένου να εκφράσει την περιπέτεια και το αδιέξοδο της ρομαντικής γλώσσας και του αντίστοιχου οράματος να συλλάβει το τέλειο, το απόλυτο, το ολοκληρωμένο, ενώ ηττημένη καταλήγει σε μια αποσπασματική γραφή, μια διασπασμένη και ανολοκλήρωτη μορφή, που μόνο αυτή μπορεί να αποδώσει στο ελάχιστο την ατελή, ελαττωματική φύση όλων των όντων και των πραγμάτων.
Ως ρωγμές στο μοντερνισμό εμφανίζονται η ειδομειξία-λογομειξία στο έργο του Βάρναλη, το διαλογικό παιχνίδι πρόζας και ποίησης στη «ταπεινή χωρίς ύφος τέχνη» του Καρυωτάκη, η ντοστογιεφσκική πολυφωνικότητα στο έργο του Κ. Χατζηαργύρη, η γραφή ως πεδίο (ανα)στοχασμού των συνθηκών παραγωγής της τέχνης στα έργα του Γ. Χειμωνά, η παρουσία στοιχείων κριτικής και θεωρίας της λογοτεχνίας σε έργα του Ν. Βαλαωρίτη.
Παρόντες και οι μεγάλοι πατέρες του Ρεαλισμού, Βιζυηνός και Παπαδιαμάντης. Μόνο που τώρα τους βλέπουμε να ανοίγουν έναν υποψιασμένο διάλογο με τις νεωτερικές αφηγηματικές τάσεις, «με τον ελεύθερο πλάγιο λόγο των ηρώων που αργότερα θα ονομαστεί εσωτερικός μονόλογος ή ροή συνείδησης», με τα αυτοαναφορικά τους σχόλια για την «κατασκευαστική μηχανή» των αφηγήσεών τους, με τις ρωγμές που εμφανίζει η αφηγηματική αλληλουχία και ενότητα των έργων τους.
Η σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας ή αλλιώς μυθοπλασίας και αλήθειας, που αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της μεταμυθοπλασίας και της νεαρής σχετικά  θεωρητικής σχολής της μεταϊστορίας και λογοτεχνικά αξιοποιείται από το είδος της «λογοτεχνίας των τεκμηρίων», του μεταϊστορικού μυθιστορήματος ή της ιστορικής μεταμυθοπλασίας αντιπροσωπεύονται από αναλύσεις για έργα του Στρατή Δούκα, της Ρέας Γαλανάκη, του Θωμά Σκάσση, του Μ. Φάις και Θανάση Βαλτινού. Πρόκειται για έργα που καλλιεργούν συνειδητά μια «ψευδαίσθηση αμεσότητας και αληθοφάνειας», που επιχειρούν δήθεν να διασώσουν την αδιαμεσολάβητη, αμέτοχη γλωσσική πράξη και ματιά με συνειδητό, όμως, σκοπό να υποδείξουν τον τρόπο με τον οποίον η αγνή και καθαρή αυτή αμεσότητα μεταμορφώνεται «δολίως» σε έντεχνη αφηγηματική κατασκευή.
Μπροστά από το κάτοπτρο της μεταμυθοπλασίας παρελαύνουν ναρκισσισευόμενα τα έργα των Γ. Πάνου, Τ. Χατζητάτση, Μ. Φάις, Δ. Δημητριάδη, Κ. Βούλγαρη, Αχ. Κυριακίδη, που «δεν αφηγούνται απλώς μια περιπέτεια, αλλά την περιπέτεια της δικής τους αφήγησης» κατά τη ρήση του Jean Ricardou. Ξεδιπλώνουν μπροστά μας τις αφηγηματικές κουρελούδες τους –κέντρωνες– ώστε «αν σηκώσει κανείς πιο πολύ το ύφασμα, να δει την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές».
Ο αναγνώστης που περιδιαβαίνει τα κείμενα του βιβλίου με μια συγκεκριμένη αναγνωστική σκευή και προσδοκία, την οποία του κληροδότησε η έως τώρα δόκιμη και καθιερωμένη κριτική και ειδολογική τους επεξεργασία, δοκιμάζει μια πρωτοφανή έκπληξη και έναν ευχάριστο αιφνιδιασμό –ένα αίσθημα αποκολοκύνθωσης, όπως συνήθιζε ο Ροΐδης να αποκαλεί τον νεώτερο όρο του Victor Shklovsky,  ανοικείωση– με τις νέες φωνές και τις φρέσκιες ερμηνευτικές εκδοχές που αυτά απελευθερώνουν ιδωμένα  μέσα από το νέο κάτοπτρο και ερμηνευτικό σχήμα της μεταμυθοπλασίας. Κείμενα που συνηθίζαμε να τα διαβάζουμε με συγκεκριμένες αναγνωστικές αναμονές –σύμφωνα με την έως τώρα ειδολογική και γραμματολογική κατάταξή τους– μοιάζουν να ασφυκτιούν μέσα στην καταπιεστική σιδηροκατασκευή της ταξινόμησής τους και υπό το νέο πρίσμα της μεταμυθοπλασίας να επιζητούν την επανεγγραφή και σε έναν νέο περιοδολογικό και ειδολογικό καταστατικό χάρτη.
Όπως προκύπτει, η μεταμυθοπλασία, που από πολλούς αναθεματίστηκε ως σύμπτωμα της βαριάς αυτιστικής και εγωτικής νόσου από την οποία υπέφερε η μοντέρνα και μεταμοντέρνα λογοτεχνία, ως εκδήλωση της βαθιάς κρίσης ή επιθανάτιος ρόγχος του μελλοθάνατου είδους του μυθιστορήματος δεν είναι παρά ο ειλικρινής «εντόσθιος» ίμερος, που ωθεί κάθε καλλιτέχνη οποιασδήποτε εποχής να μιλήσει με το έργο του για το έργο του. ένας σπαραγμός που εκδηλώνεται στο σώμα των έργων του με τη μορφή τραυμάτων, όπως περιγράφει η Hutcheon την «αρνητική ρητορική» της μεταμυθοπλασίας, της οποίας οι όροι είναι λέξεις που παράγονται με την προσθήκη αποφατικών γλωσσικών μορίων, όπως η α-συνέχεια, η α-ποδιοργάνωση, η εξάρθρωση, η α-οριστία, η από-κέντρωση, ο ανθ-ολοκληρωτισμός.
Αυτό που εκφράζει η μεταμυθοπλασία είναι το βαρύ άλγος και άχθος κάθε καλλιτέχνη να μεταλλαχθεί, να μεταμορφωθεί, να δοκιμάσει το έργο του, να πειραματιστεί με τα όριά του, να εξαντλήσει τις αντοχές του, να διαρρήξει παγιωμένα και ολοκληρωτικά ερμηνευτικά σχήματα, να ανανεώσει μουμιοποιημένες και παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, νόμους και κανόνες, να εξαντλήσει τα ίδια του τα αισθητικά μέσα, για να μπορέσει να παραχθεί μια νέα φόρμα πιο ευέλικτη κι ευρύχωρη να χωρέσει την αενάως μεταβαλλόμενη εμπειρία του από τον γύρω κόσμο.
Η γενικότερη αρχιτεκτονική του τόμου συνηγορεί στην «ανοιχτότητα», την ευρύτητα και την ευελιξία με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται τα όρια όλων των ειδών, κατηγοριών, ταξινομήσεων. Κάθε αισθητικό ρεύμα γεννιέται μέσα από την ιστορία των μορφών, όπως υποστηρίζει ο Κ. Βούλγαρης. «Δεν παρθενογεννάται μίαν ωραίαν πρωίαν». Τα όρια δεν είναι στεγανές, συμπαγείς και οριστικές περιχαρακώσεις, αλλά, όπως αποδεικνύει η επώδυνη περιπέτεια των έργων που σχολιάζονται και γενικότερα η μακρά ιστορία του μυθιστορήματος, υπάρχουν για να ακυρώνονται, να παραβιάζονται και να διευρύνονται.
Το νέο εκδοτικό εγχείρημα του Κ. Βούλγαρη συμπληρώνει με τον τρόπο του ένα μεγάλο κενό στον ελληνικό χάρτη του κριτικού και θεωρητικού λόγου σχετικά με το αισθητικό ρεύμα της μεταμυθοπλασίας και την πρόθυμη δεξίωσή του από τη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, η οποία –όπως φαίνεται από τα ανθολογούμενα έργα– διαθέτει την αυτοσυνειδησία και την επίγνωση της αέναης μεταμόρφωσης των ειδών μαζί με την ανεπτυγμένη ευαισθησία να αφουγκράζεται και να αξιοποιεί δημιουργικά τα κελεύσματα των καιρών, των ρευμάτων και των τάσεων.

Αντί Επιλόγου
–  Από Χαλδαίων μέχρι αλχημιστών και Ψελλού Μιχαήλ
και μέχρι Ροΐδου  Εμμανουήλ,
πόσα τα έτη;
– Μία μόνο στιγμή.
– Και από Ροΐδου μέχρι Μπόρχες Λουίς Χόρχε;
– Ούτε λεπτότατον.
[Κώστα Βούλγαρη, Στον καιρό της ανέχειας, Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες]


Η Ειρήνη Χατζοπούλου είναι υπ. δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
oanagnostis.gr, 20.1.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου