Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Τι είναι η «μεταμυθοπλασία»;


Της Πέρσας Κουμούτση

 «Οι φωνές της ιστορίας αποτελούν, όχι απλώς το υλικό της νεοελληνικής μεταμυθοπλασίας, αλλά συνθέτουν το ιδιαίτερο πρόσωπό της στις διαφορετικές όψεις του: η ιστορία μέσα στις ιστορίες των ανθρώπων, η ιστορία μέσα στην ιστορία των ιδεών, η ιστορία μέσα στην ιστορία της γλώσσας.»
(Από το «Προοίμιο» του βιβλίου)


Τι είναι «μεταμυθοπλασία» στην νεοελληνική πεζογραφία, ποια είναι τα υλικά ή τα χαρακτηριστικά εκείνα που τη διέπουν, ποιά τα κενά, αλλά και η συνάφεια της με τον Δυτικό μεταμοντερινισμό; Και κυρίως, ποιά η σχέση της με τον σημερινό αναγνώστη; Είναι μόλις ελάχιστα από τα πολλά ερωτήματα που απασχολούν τον συγγραφέα, δοκιμιογράφο και ερευνητή Κώστα Βούλγαρη στο βιβλίο-μελέτη του με τίτλο: «Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία», εκδόσεις Βιβλιόραμα. Και είναι μια εμπεριστατωμένη και άξια μελέτη 460 σελίδων στην οποία ο συγγραφέας επιχειρεί και πετυχαίνει να μας δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα γύρω από το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό θέμα –για το οποίο είναι αλήθεια ό,τι ελάχιστα γνωρίζουμε– ιχνηλατώντας την ιστορία της εξέλιξής της από τον 4ο μ.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα και προβάλλοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές και εκφάνσεις της.

Ήδη από το προοίμιο ο συγγραφέας έχει προοϊδεάσει τον αναγνώστη του για την ευρύτητα του περιεχομένου της μελέτης, τις προβληματικές και τα ζητήματα με τα οποία εύστοχα καταπιάνεται, εκκινώντας από τις «Παρεκκλίσεις και τις παρακαταθήκες» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τις «ρωγμές της νεωτερικότητας», την κρίση και τις υπερβάσεις της μοντερνιστικής γραφής, τις διάφορες λογοτεχνικές σχολές, τις τάσεις και τις αισθητικές αντιλήψεις στη διάρκεια του 20ού αιώνα έως σήμερα. Όπως και τη σχέση της με την Ιστορία (των ανθρώπων και των ιδεών), τις διάφορες μορφές και τις τεχνικές γραφής, χωρίς να παραλείψει εκείνα τα αισθητικά ρεύματα, που κατά τη γνώμη του προκύπτουν μέσα από  την «ιστορία των μορφών». Αποτελεί επομένως μια εκτεταμένη και διεξοδική  μελέτη της νεοελληνικής γραμματείας με έμφαση στον  εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα ως σήμερα. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο, Η εξέλιξη της νεοελληνικής γραμματείας στον εικοστό πρώτο αιώνα αποτελεί εκτενές αντικείμενο θεωρητικής προσέγγισης, στο οποίο περιέχονται δεδομένα με πολλαπλή ερμηνεία.
Όλα αυτά όμως θα ήταν άνυδρα αν δεν τεκμηριώνονταν μέσα από παραδείγματα και δείγματα γραφής των σημαντικότερων εκπροσώπων της, τις «ιδρυτικές», όπως τις αποκαλεί, φιγούρες της νεοελληνικής πεζογραφίας που εμβληματικά συνέβαλαν στην μετεξέλιξη και την διαμόρφωση της. Κείμενα που τεκμηριώνουν αλλά και αναδεικνύουν τη θέση της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στο ευρωπαϊκό και κατ’ επέκταση το παγκόσμιο λογοτεχνικό προσκήνιο. Διαμόρφωσαν ή διαμορφώνουν ακόμα το λογοτεχνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, το σύγχρονο πολιτισμικό τοπίο της.
Κατά αυτόν τον τρόπο, η πολυεπίπεδη, πολυπρισματική και σύνθετη αυτή προσέγγιση του Κ Βούλγαρη εμπεριέχει πάμπολλα αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων, εστιάζοντας σε εκείνα που ανήκουν στις σημαντικότερες πνευματικές μορφές, όχι μόνο της ελληνικής αλλά της παγκόσμιας πεζογραφίας/βιβλιογραφίας. Διότι δεν δύναται να υπάρχει η μια χωρίς τις επιρροές της άλλης. Η νεοελληνική φιλολογία, ακόμα και σήμερα, δεν έχει απόλυτα συγκροτηθεί ως κλάδος. Ενώ υπάρχει και η γνωστή σχέση μας με το ξένο, αναφέρει εύστοχα ο Κ. Β. στο βιβλίο του. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να την προσεγγίσει, χωρίς να την αντιπαραβάλει με την άλλη. Έτσι ο αναγνώστης, εκτός από τους έλληνες δημιουργούς, αποκτά μια ευρύτερη οπτική και εξοικειώνεται επαρκώς με κείμενα περισπούδαστων στοχαστών και συγγραφέων, από τον Αβερρόη, τον Δάντη και τον  Θερβάντες, ως  τον Σπινόζα, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σλέγκελ, και τον Χ. Λ. Μπόρχες και άλλων πολλών  πρωταγωνιστών και πρωτοπόρων  της ιστορίας της λογοτεχνίας. Εκ παραλλήλου εξετάζει δείγματα του μεταμοντερνισμού που εντοπίζονται και σε άλλες τέχνες, όπως η ποίηση (η οποία όπως επισημαίνει προπορεύτηκε της πεζογραφίας στον μεταμοντερνισμό), ο κινηματογράφος, η μουσική, αφού εξ αντικειμένου οι τέχνες αλληλεπιδρούν η μια στην άλλη, ή αποτελούν προπομπό για τις άλλες τέχνες.       
 Ο Κώστας Βούλγαρης από τους σημαντικότερους και πιο έμπειρους συγγραφείς-μελετητές της γενιάς του, όχι μόνο καταφέρνει εδώ το ακατόρθωτο: να συλλέξει δηλαδή και να ανθολογήσει 81 συγγραφείς και 177 κείμενά τους, διαφόρων σχολών και προελεύσεων, αλλά να αναδείξει τα κυριότερα ίσως στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο τους. Έτσι, ο αναγνώστης έχει τη χαρά και την τύχη να «γνωρίσει» συμπυκνωμένα και μέσα σε ένα μόλις βιβλίο τον πυρήνα αλλά και την ουσία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, και να εξοικειωθεί επαρκώς με τον στοχασμό, τη σκέψη και την τεχνική παγκόσμιων συγγραφέων, που ενισχύουν τους συλλογισμούς του και που βέβαια έπαιξαν με τη σειρά τους σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατά αυτόν τον τρόπο, στις σελίδες αυτού του πολυεπίπεδου, πολυμορφικού και του μοναδικού σε περιεχόμενο και αξία τόμου, ξετυλίγονται σιγά σιγά από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα κείμενα, που εξετάζουν σε βάθος τη λογοτεχνική πρακτική της μεταμυθοπλασίας, από την εποχή του Ναζιανζηνού ως τον Διονύσιο Σολωμό, κι από τον  Καβάφη,  Καρυωτάκη, τον Κώστα Βάρναλη, ως τον τον Νικόλαο Κάλας, τον Γιάννη Δάλλα, τον Θανάση Βαλτινό, τον Γιώργο Χειμωνά, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Δημήτρη Δημητριάδη, Ρέα Γαλανάκη και άλλων πολλών, ενώ σε αντίστιξη με τους έλληνες συγγραφείς και θεωρητικούς παρεμβάλλονται διαρκώς οι απόψεις των ξένων στοχαστών και συγγραφέων όπως του  Λουτσιάνο Κάνφορα, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Μιχαήλ Μπαχτίν και πλήθος άλλων μοντερνιστών η κριτικών λογοτεχνίας. Μεγάλο ενδιαφέρον στη μελέτη του Κ. Β. διατηρεί η προσέγγιση του στο έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Θανάση Βαλτινού και του Γιάννη Πάνου που για τον συγγραφέα αποτελούν τους «πατέρες» της μεταμυθοπλασίας μεταμοντερνισμού στην Ελλάδα, καθώς και στην σοβαρή και συστηματική προσπάθεια των εν λόγω συγγραφέων, να υπερβούν τον  μοντερνισμό. Τους εξισώνει μάλιστα με τους ξένους ομοτέχνους τους, απλώς για τους δικούς μας έλληνες υπήρχε πάντα το πρόβλημα της γλώσσας, όπως εύστοχα υποστηρίζει ο συγγραφέας. Ήδη από την εποχή του Σολωμού, αναφέρει ο Κώστας Βούλγαρης «στην Ελλάδα υπήρχαν πράγματα πιο προωθημένα από ό,τι σε άλλες κουλτούρες... Σήμερα, πάντως, ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων πεζογράφων συνεχίζει, εκπρόθεσμα, να ψάχνει ένα αστικό μυθιστόρημα, έναν μοντερνισμό, καταλήγεις. Όσο για τους λόγους που τα ελληνικά κείμενα δεν βγαίνουν προς τα έξω, το αποδίδει όπως αναφέρθηκε επιγραμματικά πιο πάνω, στο «στενό» γλωσσικό της πλαίσιο. Η ελληνική γλώσσα δεν βοηθούσε στη διάδοση τους, με αποτέλεσμα να μην της δώσουν την πρέπουσα σημασία, εξηγεί. Ενώ για τη σχέση της λογοτεχνίας με την Ιστορία αναφέρει χαρακτηριστικά, πως υπάρχουν πράγματι δυνατά ελληνικά κείμενα. Στον τομέα της μεταμυθοπλασίας έχουμε μάλιστα ένα πολύ ιδιαίτερο ελληνικό χαρακτηριστικό, την επιμονή με την Ιστορία. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με το λατινοαμερικανικό ρεύμα των Μπόρχες και Κορτάσαρ.
Επανέρχομαι στους Έλληνες πατέρες του μοντερνισμού, όπως τους μνημονεύει τιμητικά ο συγγραφέας, διότι είναι φανερός αλλά και συγκινητικός ο θαυμασμός που τρέφει  για τους τρεις έλληνες συγγραφείς που τον εκπροσωπούν. Για το έργο του Θανάση Βαλτινού, υποστηρίζει ότι δεν έχει επαρκώς αξιολογηθεί. Αλλά και για τον συγγραφέα της «Ιστορίας των μεταμορφώσεων», Γιάννη Πάνου, υπογραμμίζει ότι η σύνθεσή του υπερβαίνει τον διηγηματικό κατακερματισμό του Μπόρχες. Ο θαυμασμός και η αγάπη του συγγραφέα για τον τρίτο και ίσως σημαντικότερο «πατέρα» της ελληνικής μεταμυθοπλασίας Εμμανουήλ Ροίδη είναι επίσης έκδηλη, αφού αναφέρει χαρακτηριστικά για το έργο του. «Ο Ροΐδης προηγήθηκε σε διεθνές επίπεδο», οι τεχνικές του στην «Πάπισσα Ιωάννα» είναι πρωτοποριακές. Σε μια εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχούσε το κλασικό αστικό μυθιστόρημα, εκείνος έφτιαξε μια αφήγηση με ιστοριογραφικές προεκτάσεις. Έτσι, εκτός από τη παράθεση των ιδεών και των συλλογισμών του, υπάρχει αμέσως η σύγκριση των μεγεθών και της αξίας, πράγμα που δεν συναντά κανείς πολύ εύκολα σε τέτοιου είδους μελέτες.
Αλλά όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Κώστας Βούλγαρης δεν αρκείται στην ανθολόγηση των συγγραφέων, ούτε στη σταχυολόγηση αποσπασμάτων ή κειμένων των έργων τους, παραθέτει πλήθος  κριτικών  σημειωμάτων που ανήκουν σε σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας, που βεβαίως επικυρώνουν τις σκέψεις του και εντείνουν τη ρητορική/επιχειρηματολογία του. Εντούτοις, ούτε και σε αυτή τη περίπτωση μένει αμέτοχος. Ως κριτικός λογοτεχνίας ο ίδιος παρεμβάλλει τις δικές του απόψεις, βοηθώντας, με απλά, συχνά «εκλαϊκευμένα» παραδείγματα τον αποδέκτη του βιβλίου  να κατανοήσει τους σχολιασμούς, παρέχοντας πάντα απτά παραδείγματα που τον βοηθούν να εισέλθει στον «φαντασμαγορικό» και άγνωστο σε ένα μεγάλο ή μικρότερο βαθμό,  κόσμο που με γενναιοδωρία του αποκαλύπτει. Συχνά μάλιστα  εξισορροπώντας τη ρητορική των κειμένων με επεξηγηματικά σχόλα, καθιστώντας τα κείμενα  εύληπτα ακόμα και για τον μέσο αναγνώστη.
Έτσι σε ένα δεύτερο επίπεδο ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια επιπλέον σύνθεση που  ενισχύει το δοκιμιακό χαρακτήρα του βιβλίου.  Άξιες λόγου είναι και οι αναφορές του σε πολιτικά και ιστορικά γεγονότα  που συντέλεσαν στη διαμόρφωση των αντιλήψεων και που με τη σειρά τους συνετέλεσαν στην εξέλιξη της μεταμυθοπλασίας. Υποστηρίζοντας ότι «Η νεοελληνική μεταμυθοπλασία έχει αναπτυχτεί με κεντρικό άξονα τη σχέση της με την ιστορία και τις φωνές της ιστορίας να κυριαρχούν στον αφηγηματικό καμβά»  και είναι αλήθεια ότι ακόμα και σήμερα τα ιστορικά γεγονότα παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της λογοτεχνίας παγκοσμίως. Κάθε ιστορικό γεγονός επιδρά στη σκέψη και το ιδεολογικό υπόβαθρο του δημιουργού και κανένας από τους παγκόσμιους συγγραφείς δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί ή να κρατήσει αποστάσεις από τη ροή της Ιστορίας.
Ο Κώστας Βούλγαρης «κλείνει» τη μελέτη του, με τον «Θάνατο του συγγραφέα», έτσι όπως το διατυπώνει ο Ρολάν Μπαρτ στο ομώνυμο δοκίμιο του. Με τον συγγραφέα να αποστασιοποιείται, να  συρρικνώνεται όλο και πιο πολύ και να χάνει τη δύναμη του μπροστά στο κείμενο που δημιουργεί. Σαν να  αυτονομείται πλέον το δημιούργημά του, και να αποκτά τη δική του ταυτότητα κι οντότητα. Και είναι ένα καίριο θέμα που απασχόλησε τον Κ Β σε προηγούμενα βιβλία του. Αυτά ανάμεσα σε άλλα πολλά που δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν σε ένα κείμενο.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη αποτελεί  ένα αφηγηματικό δοκίμιο, μια πολυπρισματική και πολυφωνική μελέτη για τη νεοελληνική πεζογραφία, τον μοντερνισμό  και τον μεταμοντερνισμό. Μια εμβριθής, αξιανάγνωστη και αξιέπαινη πραγματεία που θεωρώ ότι γεμίζει ένα σημαντικό κενό, ένα  αξιοπρόσεκτο έλλειμμα στην ελληνική βιβλιογραφία. Ένα σπουδαίο και χρήσιμο  «εργαλείο» για τους συγγραφείς, τους κριτικούς λογοτεχνίας, και τους μεταφραστές της λογοτεχνίας και όχι μόνο. Καθώς σε αυτό θα βρουν όλα εκείνα τα γνωστικά στοιχεία και τις παραμέτρους που επηρεάζουν ή διαμορφώνουν αλλά και προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά μιας λογοτεχνίας αξιώσεων.
Kλείνω το σύντομο αυτό σημείωμα με ένα απόσπασμα από το κείμενο του Θ. Βαλτινού που περιέχεται στο βιβλίο, καθώς το θεωρώ, ίσως, από τα πιο καίρια που γράφτηκαν για τη λογοτεχνία: «Βασικό ζητούμενο στην τέχνη είναι η ανανέωση των μορφών. Η επανάληψη δημιουργεί αδιέξοδα. Φροντίζουμε να βρούμε καινούριους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων θεμάτων για να κάνουμε δραστικό το αποτέλεσμα. Βλέπω τη λογοτεχνία σαν ένα σταθερό διάλογο ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη, μόνο που ο αναγνώστης είναι μια πολύ θολή κατάσταση και κυρίως παθητική στη συνείδηση του συγγραφέα».

Η Πέρσα Κουμούτση είναι πεζογράφος και μεταφράστρια
Athens Voice, 21/2/2018


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου